λεγεων

λεγεων
    λεγεών
    v. l. λεγιών -ῶνος ὅ (лат. legio) легион
    

(πεζῶν καὴ ἱππέων Plut.; λ. ὄνομά μοι NT.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λεγεων" в других словарях:

  • λεγεών — legio fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεγεών — η (AM λεγεών, ῶνος, ἡ και ὁ) βλ. λεγεώνα …   Dictionary of Greek

  • Θηβαϊκός λεγεών — Ρωμαϊκή λεγεώνα από χριστιανούς στρατιώτες, που συγκροτήθηκε στην αιγυπτιακή Θηβαΐδα (3ος αι. μ.Χ.). Με αρχηγό τον Μαυρίκιο, που αργότερα ανακηρύχθηκε άγιος, ο Θ.λ. είχε σταλεί στη βόρεια Ιταλία για να ενισχύσει τον στρατό του Μαξιμιανού. Επειδή …   Dictionary of Greek

  • λεγεῶνα — λεγεών legio fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεγεῶνας — λεγεών legio fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεγεῶνες — λεγεών legio fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεγεῶνι — λεγεών legio fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεγεῶνος — λεγεών legio fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεγεῶσι — λεγεών legio fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεγεώνων — λεγεών legio fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Lathe biosas — Lambda Inhaltsverzeichnis 1 Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»